Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐξ-ανίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐξ-ανίστημι, μτβ. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ· I. 1. σηκώνω· κάνω κάποιον να σηκωθεί από τη θέση του, καλώ κάποιον να εγερθεί ή να σηκωθεί από στάση ικεσίας, σε Ευρ.· ἐξ. τὴν ἐνέδραν, διατάζω τους άνδρες που είναι σε ενέδρα να σηκωθούν, σε Ξεν. 2. κάνω μία φυλή να μεταναστεύσει, μετακινώ ή εκβάλλω, εκτοπίζω, απελαύνω, σε Ηρόδ., Σοφ. 3. ερημώνω, καταστρέφω, πόλιν, σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ. 4. ἐξ. θηρία, τα κάνω να εξέλθουν από τη φωλιά τους, σε Ξεν. II. αμτβ. στην Παθ., με Ενεργ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ.· 1. σηκώνομαι από τη θέση μου, σε Ηρόδ. κ.λπ.· σηκώνομαι για να μιλήσω, σε Σοφ.· από ενέδρα, σε Ευρ., Θουκ.· από το κρεβάτι, σε Ευρ. 2. με γεν., σηκώνομαι και αναχωρώ από, μεταναστεύω από, σε Ηρόδ.· απόλ., σηκώνομαι, απέρχομαι, σε Θουκ. κ.λπ. 3. διώκομαι, εξωθούμαι, οδηγούμαι έξω από την πατρίδα μου, αναγκάζομαι να μεταναστεύσω, σε Ηρόδ., Αισχύλ. 4. λέγεται για χώρες, ερημώνομαι, σε Ηρόδ., Ευρ.