Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐν-τυγχάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-τυγχάνω, μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ ἐνέτῠχον, παρακ. ἐντετύχηκα, μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἐντευχθείς, με Ενεργ. σημασία· I. 1. σκοντάφτω πάνω, βρίσκω τυχαία, συναντώ, συναντιέμαι με κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ὁἐντυχών, ο πρώτος που μας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο πρόσωπο, σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, πλήττω, πέφτω πάνω σε, χτυπώ, με δοτ., σε Ξεν.· ομοίως λέγεται και για δυστυχήματα, σε Αισχύλ. 2. σπανίως, όπως το τυγχάνω, με γεν., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες, βρίσκοντας τη γέφυρα διαλυμένη, σε Ηρόδ.· ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν, συναντώντας τους, σε Σοφ. II. 1. συναναστρέφομαι, συνομιλώ με κάποιον, τινί, σε Πλάτ. 2. μεσολαβώ, μεσιτεύω, παρεμβαίνω, ικετεύω, παρακαλώ, τινί, σε Κ.Δ., Πλούτ.· με απαρ., ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ. III. λέγεται για βιβλία, συναντώ (δηλ. τυχαίνει να έρθουν στα χέρια μου), σε Πλάτ.· απ' όπου, διαβάζω, σε Λουκ.