Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐν-δέχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-δέχομαι, Ιων. -δέκομαι, μέλ. -ξομαι, παρακ. δέδεγμαι· I. Αποθ., παίρνω την ευθύνη, αναλαμβάνω την πρωτοβουλία, «παίρνω πάνω μου», Λατ. suscipere, σε Ηρόδ. II. 1. αποδέχομαι, παραδέχομαι, επικροτώ, επιδοκιμάζω, Λατ. accipere, στον ίδ., σε Θουκ. 2. ακούω, αφουγκράζομαι κάτι, πιστεύω, σε Ηρόδ.· απόλ., δίνω ακρόαση, προσέχω, σε Ευρ. III. 1. λέγεται για πράγματα, δέχομαι, επιτρέπω, σε Θουκ., Πλάτ.· με απαρ., οὐκἐνδέχεται μελετᾶσθαι, δεν επιδέχεται εξάσκηση, σε Θουκ. 2. απόλ., αυτό που είναι δυνατό, πιθανό, ἐνδέχεται, στον ίδ.· κυρίως σε μτχ., ἐνδεχόμενος, , -ον, πιθανός, ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, με όλους τους δυνατούς τρόπους, με όλα τα δυνατά μέσα, σε Ξεν.· ἐνδέχεται, απρόσ., είναι ενδεχόμενο, είναι πιθανή, δυνατό, με αιτ. και απαρ., σε Θουκ. κ.λπ.