Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἄγχιστος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἄγχιστος, -ου, υπερθ. επίθ. (ἄγχι), I. εγγύτατος, αυτός που βρίσκεται πάρα πολύ κοντά, σε Πίνδ., Τραγ.· γένει ἄγχιστος πατρός, ο πιο κοντινός συγγενής, σε Ευρ. II. 1. στον Όμηρ. μόνο στο ουδ. ως επίρρ., ἄγχιστον ή ἄγχιστα, έγγιστα, πάρα πολύ κοντά· με γεν., Διὸς ἄγχιστα, πολύ κοντά στον Δία, σε Αισχύλ.· ἄγχιστα τοῦ βωμοῦ, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για το χρόνο, προ ολίγου, μόλις, εσχάτως, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ.