Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπο-λείπω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-λείπω, μέλ. -ψω, αόρ. βʹ ἀπέλῐπον·
Α. I. 1.
αφήνω μέρος ή περίσσευμα από κάτι, λέγεται για μισοφαγωμένα κομμάτια κρέατος, σε Ομήρ. Οδ.Μέσ., καταλείπω, κληροδοτώ κάποιον, μετά τον θάνατο, σε Ηρόδ. 2. αφήνω, καταλείπω, βίον, σε Σοφ.· επίσης, βίοτος ἀπολείπει τινά, στον ίδ. 3. αφήνω πίσω μου όπως σε αγώνα δρόμου, αφήνω πίσω σε απόσταση και, γενικά, υπερβαίνω, σε Ξεν. βλ. κατωτ. II. 1. αφήνω εντελώς, παρατώ, εγκαταλείπω, λέγεται για στρατιωτικές θέσεις τις οποίες θα όφειλε κάποιος να υπερασπιστεί, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· «αφήνω κάποιον στα κρύα του λουτρού», σε Ηρόδ., Αριστοφ. 2. λέγεται για πράγματα, εξαιρώ, παραλείπω, αφήνω κάτι ανεκτέλεστο ή ανείπωτο, σε Ηρόδ., Αττ. III. αφήνω ένα μέρος ανοιχτό, αφήνω κενό διάστημα, σε Ηρόδ., Ξεν. IV. αμτβ., 1. παύω να υπάρχω, εκλείπω, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για ποταμούς, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, σε Ηρόδ.· λέγεται για άνθη, αρχίζω να μαραίνομαι, σε Ξεν.· επίσης, όπως το ἀπειπεῖν, εξασθενώ, καταπονούμαι, χάνω το θάρρος μου, σε Ηρόδ., Ξεν. 2. είμαι ελλιπής σε κάτι ή έχω έλλειψη σε, με γεν., σε Θουκ.· λέγεται για μέτρα ή μετρικές μονάδες, ἀπὸ τεσσέρων πηχέων ἀπολείπω τρεῖς δακτύλους, μου λείπουν τρία δάχτυλα για να συμπληρωθούν τέσσερις πήχεις, σε Ηρόδ.· με απαρ., ὀλίγον ἀπέλιπον ἀπικέσθαι, παρολίγο να έρθω, στον ίδ. 3. με μτχ., σταματώ να κάνω κάτι, σε Πλάτ. 4. αναχωρώ, απέρχομαι από, ἐκ τῶν Συρακουσῶν, σε Θουκ., Πλάτ. Β. Παθ., I. 1. εγκαταλείπομαι πίσω, μένω πίσω, σε Θουκ., Ξεν. 2. βρίσκομαι σε απόσταση από, είμαι κατώτερος σε σχέση με, από, τινος, σε Δημ. II. 1. έχω αποχωριστεί από, απουσιάζω ή βρίσκομαι μακριά από, με γεν., σε Ηρόδ.· στερούμαι κάτι, τάφου, σε Σοφ.· φρενῶν, σε Ευρ.· είμαι ελλιπής σε κάτι, μειονεκτώ, μένω πίσω σε, παιδείας, σε Δημ.· ἀπολειφθεὶς ἡμῶν, χωρίς να το γνωρίζουμε, εν αγνοία μας, στον ίδ.· ἀπολείπομαι φρενῶν, στερούμαι τα λογικά μου, παραλογίζομαι, σε Ευρ.