Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπο-κτείνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπο-κτείνω, μέλ. -κτενῶ, Ιων. -κτενέω· αόρ. αʹ ἀπέκτεινα, σε Ομήρ. Ιλ.· παρακ. ἀπέκτονα· γʹ πληθ. υπερσ. -εκτόνεσαν, Ιων. γʹ ενικ. -εκτόνεε· αόρ. βʹ -έκτᾰνον, Επικ. αʹ πληθ. ἀπέκταμεν, απαρ. ἀπακτάμεναι, -κτάμεν· η Παθ. σπανίως (καθώς το ἀποθνῄσκω χρησιμ. ως Παθ.Μέσ. τύποι (με Παθ. σημασία), Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἀπέκτατο· μτχ. ἀποκτάμενος· πρβλ. ἀποκτείνυμι· 1. σκοτώνω, φονεύω, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. λέγεται για δικαστές, καταδικάζω σε θάνατο, σε Πλάτ., Ξεν. κ.λπ. 3. μεταφ., όπως το Λατ. enecare, είμαι καταπονημένος, ταλαιπωρημένος μέχρι θανάτου, σε Ευρ.