Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀνα-φαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀνα-φαίνω, ποιητ. ἀμ-φαίνω· μέλ. -φᾰνῶ αλλά -φᾱνῶ, στον Ευρ.· αόρ. αʹ ἀνέφηνα ή -έφᾱνα· I. 1. προσδίδω φως, φλογίζω, ξύλα, σε Ομήρ. Οδ. 2. φέρνω στο φως, καταδεικνύω, παρουσιάζω, σε Όμηρ., Αττ.· ἀν.μελέων νόμους, σε Αριστοφ. 3. ανακηρύσσω, αναγορεύω, βασιλέα ἀν. τινά, σε Πίνδ.· ἀν. πόλιν, τὴν ἀνακηρύσσω νικήτρια στους αγώνες, στον ίδ.· με απαρ., ἀναφανῶ σε τόδε ὀνομάζειν, ανακηρύσσω πως σε φωνάζουν μ' αυτό το όνομα, δηλ. διατάζω ότι θα ονομάζεσαι έτσι, σε Ευρ. 4. λέγεται για πράγματα, ορίζω, νόμους, σε Αριστοφ. 5. ἀναφάναντες τὴν Κύπρον, έχοντας ανοιχθεί, έρθει σε οπτική επαφή με την Κύπρο, σε Κ.Δ. II. Παθ., με μέλ. Μέσ., ἀναφᾰνήσομαι ή -φανοῦμαι, παρακ. ἀναπέφαμμαι, ή στο μέσο τύπο· -πέφηνα· 1. αποδεικνύομαι, έρχομαι στο φως ή σε θέα, παρουσιάζομαι απλά, σε Όμηρ. κ.λπ. 2. επανεμφανίζομαι, σε Ηρόδ. 3. ἀναφανῆναι μούναρχος, ανακηρύχθηκε βασιλιάς, στον ίδ.· ἀναφαίνεσθαι σεσωσμένος, να βρίσκεται απλά σε ασφαλή κατάσταση, σε Ξεν.