Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀν-αίσχυντος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀν-αίσχυντος, -ον (αἰσχύνω), I. αναιδής, αδιάντροπος, σε Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· τὸ ἀναίσχυντον = ἀναισχυντία, σε Ευρ.· επίρρ. -τως, σε Πλάτ. II. λέγεται για πράγματα, βδελυκτός, αποστρεφής, σε Ευρ.