Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χᾰρίζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χᾰρίζομαι, μέλ. -ίσομαι, Αττ. -ιοῦμαι, αόρ. αʹ ἐχαρισάμηνΠαθ., μέλ. χαρισθήσομαι και αόρ. αʹ ἐχαρίσθην, με Παθ. σημασία, παρακ. κεχάρισμαι, με Ενεργ. και Παθ. σημασία (χάριςI. 1. λέω ή κάνω κάτι ευχάριστο σε κάποιον, υποχρεώνω, ικανοποιώ, κάνω τη χάρη, δείχνω εύνοια, Λατ. gratificari, με δοτ. προσ., σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· απόλ., κάνω τον εαυτό μου ευάρεστο, ζητώ εύνοια, συγκατανεύω, σε Αισχύλ., Δημ.· με δοτ. του τρόπου, μή μοι ψεύδεσσι χαρίζεο, μη ζητάς την εύνοιά μου με ψέμματα, σε Ομήρ. Οδ.· τῷ αὐτῷ, με το ίδιο τέχνασμα, σε Θουκ. 2. σε Αττ., χαρίζομαι ή ενδίδω σε επιθυμία ή πάθος, όπως Λατ. indulgere, θυμῷ, σε Σοφ.· γλώσσῃ, σε Ευρ. κ.λπ. 3. υποχωρώ στις απαιτήσεις του συνομιλητή μου, δηλ. του παρέχω κάθε ευκολία, σε Πλάτ. II. 1. με αιτ. πράγμ., προσφέρω με προθυμία, δίνω γενναιόδωρα, προσφέρω με χαρά, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ. 2. με γεν. διαιρ., προσφέρω με χαρά μέρος από κάποιο πράγμα, χαρίζομαι ἀλλοτρίων, σε Ομήρ. Οδ.· χαριζομένη παρεόντων, παρέχοντας με χαρά από τα υπάρχοντα πράγματα, στο ίδ. 3. με αιτ. προσ., παραδίδω σα χάρη, δηλ. όχι ακολουθώντας νόμιμη διαδικασία, σε Κ.Δ., Πλούτ. 4. συγχωρώ, Λατ. condonare, σε Κ.Δ. III. Παθ., είμαι ευχάριστος, είμαι αγαπητός, τοῖσι Εὐβοεῦσι ἐκεχάριστο, έγινε προς ευχαρίστηση των Ευβοέων, σε Ηρόδ.· ταῦταμὲν οὖν μνήμῃ κεχαρίσθω, σε Πλάτ.· επίρρ., κεχαρισμένως, σε Αριστοφ.