Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χράω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
χράω (Α) ή χραύω, μέλ. χραύσω· ξύνω, γδέρνω, πληγώνω ελαφρώς, ὅν ῥά τε ποιμὴν χραύσῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἐγχραύω, ἐπιχράω.
χράω (Β) μόνο σε παρατ.· I. με δοτ. προσ., επιπίπτω, επιτίθεμαι, ορμώ με δριμύτητα, στυγερὸς δέ οἱ ἔχραε δαίμων, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. με απαρ., είμαι αποφασισμένος να κάνω κάτι, λαχταρώ να κάνω κάτι, τίπτε ἐμὸν ῥόον ἔχραε κήδειν; γιατί ήταν τόσο πρόθυμος να βλάψει...;, σε Ομήρ. Ιλ.· μνηστῆρες, οἳ ἐχράατε ἐσθιέμεν καὶ πινέμεν, οι μνηστήρες που ήταν τόσο πρόθυμοι να φάνε και να πιούνε, σε Ομήρ. Οδ. 2. σε αυτό το ρήμα πρέπει να αναφερθούν και οι τύποι χρῇς, χρῇ (σχηματισμένοι όπως τα λῇς, λῇ από λάω, διψῇς, διψῇ, πεινῇς, πεινῇ από διψάω, πεινάω αντίστοιχα) = χρῄζω, επιθυμώ, εἴτε χρῇ θανεῖν, είτε επιθυμεί να πεθάνει, σε Σοφ.· δρᾶν ἃ χρῇς, στον ίδ.· εἴτε χρῇς (ενν. κηρύσσειν με), στον ίδ.· οὐ χρῇσθα (ενν. φωνεῖν), σε Αριστοφ.
χράω (Γ), I. 1. παρέχω ό,τι είναι αναγκαίο· Αττ. χράω, χρῇς, χρῇ, Ιων. χρᾷς, χρᾷ, Ιων. μτχ. χρέων, χρέουσα, χρέον, Επικ. χρείων· παρατ. ἔχραον, γʹ ενικ. ἔχρη, μέλ. χρήσω, αόρ. αʹ ἔχρησαΠαθ., αόρ. αʹ ἐχρήσθην, παρακ. κέχρησμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐκέχρηστοΜέσ., Ιων. χρέομαι, απαρ. χρέεσθαι, μτχ. χρεόμενος ή χρεώμενος, παρατ. γʹ πληθ. ἐχρέοντο ή -έωντο, μέλ. χρήσομαι· 1. λέγεται για θεούς και χρησμούς, παρέχω χρησμό, χρησμοδοτώ, ανακοινώνω, κηρύσσω, φανερώνω, χρήσω βουλὴν Διός, σε Ομηρ. Ύμν.· ἡ Πυθίη οἱ χρᾷ τάδε, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με απαρ., προειδοποιώ ή προστάζω με χρησμό, χρήσαντ' ἐμοὶ ἐκτὸς αἰτίας εἶναι, αυτό που πρέπει να είμαι, σε Αισχύλ.· τοῦ θεοῦ χρήσαντος, σε Θουκ. 2. Παθ., χρησμοδοτούμαι, φανερώνομαι με χρησμό, τίς οὖν ἐχρήσθη, σε Ευρ.· λέγεται για χρησμό, τὰ χρηστήρια ταῦτά σφι ἐχρήσθη, σε Ηρόδ.· πεύθου τὰ χρησθέντ', σε Σοφ.· απρόσ., με απαρ., καί σφι ἐχρήσθη ἀνέμοισι εὔχεσθαι, σε Ηρόδ. 3. Μέσ., συμβουλεύομαι έναν θεό ή μαντείο, ζητώ να μάθω από θεό ή οιωνό, τον ή το λαμβάνω υπόψιν, με δοτ. ψυχῇ χρησόμενος Τειρεσίαο, σε Ομήρ. Οδ.· χράω θεῷ, Λατ. uti oraculo, σε Ηρόδ. κ.λπ.· από τη σημασία αυτής της χρήσης του χρησμού, έρχεται η γενική σημασία του χράομαι, χρησιμοποιώ· απόλ., συμβουλεύομαι χρησμό, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· οἱ χρώμενοι, αυτοί που παίρνουν χρησμό, σε Ευρ.· μτχ. παρακ. κεχρημένος, αυτός που έλαβε χρησμό μαντείου, σε Αριστ. II. παρέχω, εφοδιάζω με κάτι· με αυτή την έννοια κίχρημι ήταν ο ενεστ., με μέλ. χρήσω· αόρ. αʹ ἔχρησα, παρακ. κέχρηκαΜέσ., ενεστ. κίχρᾰμαι, αόρ. αʹ ἐχρησάμην, παρέχω τη χρήση ενός πράγματος, δηλ. δανείζω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· έχω χρησιμοποιήσει ένα πράγμα, δανείζομαι, σε Ευρ.· πόδας χρήσας ὄμματα χρησάμενος, έχοντας δανείσει πόδια και δανειστεί μάτια, λέγεται για τυφλό άνθρωπο που μεταφέρει έναν κουτσό, σε Ανθ. III. αποθ. χράομαι, Αττ. χρῶμαι, χρῇ, χρῆται, χρῆσθε, χρῶνται, Ιων. χρέω ή χρέο, γʹ πληθ. χρήσθων, απαρ. Αττ. χρῆσθαι, Ιων. χρᾶσθαι ή χρέεσθαι, μτχ. Αττ. χρώμενος, Ιων. χρεόμενος ή χρεώμενος· παρατ. Αττ. ἐχρῆτο, ἐχρῶντο, Ιων. ἐχρᾶτο, ἐχρέοντο-έωντομέλ. χρήσομαι, επίσης κεχρήσομαι· αόρ. αʹ ἐχρησάμην, παρακ. κέχρημαι· από τη σημασία της συμβουλής μαντείου ή της χρήσης ενός χρησμού [βλ. χράω Γ. 3] προέρχεται η κοινή (συνήθης) σημασία, χρησιμοποιώ, Λατ. uti, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· φρεσὶ κέχρητ' ἀγαθῇσι, είχε προικιστεί με μια καλή καρδιά, σε Ομήρ. Οδ.· με δοτ., χρῆσθαι ἀργυρίῳ, έχω χρήματα για να τα χρησιμοποιήσω για κάποιο σκοπό, τα χρησιμοποιώ επ' αυτού, σε Πλάτ.· χρᾴομαι ναυτιλίῃσι θαλάσσῃ, σε Ηρόδ., Θουκ. 2. α) ειδικότερες χρήσεις, ὀργῇ ή θυμῷ χρῆσθαι, κάνω χρήση του θυμού μου, τον αφήνω να ενεργήσει, σε Ηρόδ. β) λέγεται για εξωτερικά πράγματα, δοκιμάζω, υποφέρω, υπόκειμαι σε, νιφετῷ, στον ίδ.· χράομαι γαληνείᾳ, έχω καλό καιρό, σε Ευρ.· ὁμολογίᾳ χράομαι, έρχομαι σε συμφωνία, σε Ηρόδ.· ζυγῷ χράομαι δουλίῳ, γίνομαι σκλάβος, σε Αισχύλ.· συμφορῇ, συντυχίῃ, εὐτυχίῃ, χράομαι, Λατ. uti fortuna mala, prospera, σε Ηρόδ. κ.λπ.· νόμοις χράομαι, ζω κάτω από την υποταγή στους νόμους, σε Ευρ.· χράομαι ἀνομίᾳ, σε Ξεν. κ.λπ.· σε πολλές περιπτώσεις, χρῆσθαι, απλώς παραφράζει ρήμα σύστ. με δοτ., μόρῳ χράομαι, δηλ. πεθαίνω, σε Ηρόδ.· ὠνῇ καὶ πράσει χράομαι = ὠνεῖσθαι καὶ πιπράσκειν, αγοράζω και πουλώ, στον ίδ.· χράομαι δασμῷ = διδράσκειν, σε Αισχίν.· χράομαι φωνῇ = φωνεῖν, διαβολῇ, χράομαι = διαβάλλεσθαι κ.λπ., σε Πλάτ. γ) χρῆσθαί τινι εἴς τι, χρησιμοποιώ κάτι για κάποιο σκοπό ή λόγο, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· ἐπί τι ή πρός τι, σε Ξεν.· επίσης με ουδ. επίθ. ως επίρρ., χρ.τινι ὅ τι βούλεταί τις, κάνω ό,τι χρειάζεται κάποιος, σε Ηρόδ.· ἀπορέων ὅτι χρήσεται, δεν ξέρω τι να κάνω, στον ίδ.· τί χρήσομαι τούτῳ; πώς να τον χρησιμοποιήσω; σε Αριστοφ.· οὐκ ἂν ἔχοις ὅ τι χρῷο σαυτῷ, σε Πλάτ. 3. λέγεται για ανθρώπους, πρόσωπα, χρῆσθαί τινι, με επίρρ. του τρόπου, μεταχειρίζομαι κάποιον με κάποιο τρόπο, χρῆσθαί τινι ὡς ἀνδρὶ ψεύστῃ, σε Ηρόδ.· χρῆσθαί τινι ὡς φίλῳ, σε Θουκ.· επίσης, φιλικῶς, χρῆσθαί τινι, σε Ξεν.· αλλά το ὡς συχνά παραλείπεται, ἔμοιγε χρώμενος διδασκάλῳ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· επίσης, χρῆσθαί τινι (χωρίς το φίλῳ), όπως το Λατ. uti αντί uti familiariter, είμαι στενός φίλος με κάποιον, σε Ξεν.· απόλ., οἱ χρώμενοι, φίλοι, στον ίδ. 4. χρῆσθαι ἑαυτῷ, κάνω χρήση της δύναμής μου, σε Πλάτ.· επίσης, παρέχειν ἑαυτ όν τινι χρῆσθαι, θέτω τον εαυτό μου στη διάθεση κάποιου, σε Ξεν. 5. απόλ. ή μαζί με επίρρ., οὕτω χρῶνται οἱ Πέρσαι, έτσι συνηθίζουν να κάνουν οι Πέρσες, αυτά είναι τα έθιμά τους, στον ίδ. 6. παρακ. κέχρημαι (με ενεστ. σημασία), έχω την ανάγκη ή επιθυμώ, ποθώ διακαώς, με γεν., σε Όμηρ., Σοφ., Ευρ.· μτχ. κεχρημένος, χρησιμοποιείται ως επίθ., άπορος, ενδεής, πένητας, σε ανάγκη, φτωχός, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ., Ευρ. 7. παρακ. ως επιτετ. ενεστ., έχω σε χρήση, και επομένως έχω, κατέχω, φρεσὶγὰρ κέχρητ' ἀγαθῇσι, σε Ομήρ. Οδ. 8. Παθ. αόρ. αʹ χρησθῆναι, χρησιμοποιούμαι, αἱ νέες οὐκ ἐχρήσθησαν, σε Ηρόδ.· ἕως ἂν χρησθῇ, τόσο πολύ όσο είναι σε χρήση, σε Δημ. IV.αντί του χρή.