Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "χάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
χάζω, κάνω κάποιον να υποχωρήσει·
Α.
Ενεργ. μόνο σε Επικ. αναδιπλ. αόρ. βʹ κέκᾰδον, μέλ. κεκᾰδήσω· αναγκάζω κάποιον να υποχωρήσει από κάτι, στερώ κάτι από κάποιον, τοὺς ψυχῆς κεκαδών, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀριστῆας κεκαδήσει θυμοῦ καὶ ψυχῆς, σε Ομήρ. Οδ. Β. 1. Μέσ., χάζομαι, Επικ. υπερσ. χάζετο, Επικ. προστ. χάζεο, μέλ. χάσομαι, Επικ. χάσσομαι, αόρ. αʹ ἐχᾰσάμην, Επικ. γʹ ενικ. χάσσατο, απαρ. χάσσασθαι, μτχ. χασσάμενος· επίσης, κεκάδοντο (αντί κεχάδοντο), γʹ πληθ. από αναδιπλ. αόρ. βʹ κεκαδόμην· αποχωρώ, αποσύρομαι, οπισθοχωρώ, υποχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με γεν., αποσύρομαι ή υποχωρώ από, χάζεσθε μάχης, στο ίδ. κ.λπ.· ομοίως, χάσσονται ἐκ βελέων, ὑπ' ἔγχεος, στο ίδ.· οὐδὲ δὴν χάζετο φωτός, στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτός (ο λίθος) πολύ μακριά από τον άνθρωπο, δηλ. σχεδόν τον χτύπησε, στο ίδ.