Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φημί"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
φημί (√ΦΑ, πρβλ. φάω), φῄς, φησί, πληθ. φᾰμέν, φᾰτέ, φᾱσί, Δωρ. φᾱμί, φᾱσί ή φᾱτί, γʹ πληθ. φαντί· αόρ. βʹ ἔφην, (Επικ. φήν), ἔφησθα, σπανίως ἔφης (Επικ. φῆσθα, φῆς), ἔφη (Επικ. φῆ, Δωρ. φᾶ), γʹ πληθ. ἔφᾰσαν ή ἔφᾰν, Επικ. φάν· προστ. φᾰθί· υποτ. φῶ, φῇς, φῇ (Επικ. φῄσιν, φήῃευκτ. φαίην, I. πληθ. φαῖμεν, γʹ πληθ. φαῖεν, φαίησαν· απαρ. φάναι, ποιητ. φάμεν, μτχ. φάς, φᾶσα, φάν· μέλ. φήσω, Δωρ. φᾱσῶ, αόρ. αʹ ἔφησα, Δωρ. γʹ ενικ. φᾶσε, ευκτ. φήσειε, μτχ. φήσαςΜέσ., αόρ. βʹ ἐφάμην, ἔφᾰτο (Επικ. φάτο), ἔφαντο (Επικ. φάντοπροστ. φάο, φάσθω, φάσθε· απαρ. φάσθαι, μτχ. φάμενος, μέλ. Δωρ. φάσομαι [ᾱ]Παθ., γʹ ενικ. προστ. παρακ. πεφάσθω, μτχ. πεφασμένος. II. Ο Ενέργ. παρατ. έπρεπε να είναι ἔφην, όπως ο αόρ. βʹ, αλλά το ἔφασκον χρησιμοποιήθηκε γενικά στη θέση του.
Ριζική σημασία· I. διακηρύσσω, κάνω γνωστό, λέω, διαβεβαιώνω, ισχυρίζομαι ή απόλ. ή ακολουθ. από απαρ. ή από αιτ.· το απαρ. πολλές φορές παραλείπεται, σὲ κακὸν καὶ ἀνάλκιδα φήσει (ενν. εἶναι), σε Ομήρ. Ιλ.· αλλά επίσης, Κορινθίους τί φῶμεν; τί να πούμε γι' αυτούς;, σε Ξεν.· έπειτα, καθώς ό,τι λέει κάποιος συνήθως εκφράζει την πεποίθηση ή τη γνώμη του, νομίζω, πιστεύω, υποθέτω, σε Ομήρ. Ιλ.· φαίης κε ζάκοτόν τέ τιν' ἔμμεναι ἄφρονά τε, θα έλεγες, θα νόμιζες ότι αυτός ήταν..., σε Ομήρ. Ιλ.· μὴ φαθὶ λεύσσειν, μη νομίζεις ότι βλέπεις, σε Θεόκρ. II. Ειδικές φράσεις· 1. φασί, λένε, λέγεται, σε Όμηρ., Αττ.· αλλά σε πεζογράφους επίσης φησί, όπως το γαλλικό on dit, σε Δημ. (ομοίως Λατ. inquit, ait). 2. το φημί μερικές φορές συνάπτεται με συνώνυμο ρήμ. τύπο, π.χ. ἔφηλέγων, ἔφησε λέγων, σε Ηρόδ.· λέγει οὐδὲν φαμένη, στον ίδ. 3. σε επαναλαμβανόμενους διαλόγους, το ρήμα συνήθως πηγαίνει πριν από το υποκείμενό του (προτάσσεται), ἔφην ἐγώ, ἔφη ὁ Σωκράτης, είπα, είπε ο Σωκράτης· αλλά η σειρά μερικές φορές αλλάζει ἐγώ ἔφην, ὁ Σωκράτης ἔφη. III. με πιο περιορισμένη έννοια, όπως το κατάφημι, λέω ναι, βεβαιώνω, σε Όμηρ., Αττ.· καὶ τοὺς φάναι, και είπαν ναι, σε Ηρόδ.· καί φημι, κἀπόφημι, σε Σοφ.· επίσης, οὐ φημί, σημαίνει, λέω όχι, αρνούμαι, δεν αποδέχομαι· ἡΠυθίη οὐκ ἔφη χρήσειν, είπε ότι δεν θα χρησμοδοτήσει, σε Ηρόδ.· ἐὰνμὴ φῇ, εάν πει όχι, σε Αριστοφ.· φάθι ἢ μή, πες ναι ή όχι, σε Πλάτ.
φημίζω, Επικ. μέλ. -ίξω, αόρ. αʹ ἐφήμισα, Δωρ. ἐφάμιξα· (φήμη1. διαδίδω φήμη, φήμην φημίζειν, σε Αισχύλ. 2. λέω είδηση, σε Ησίοδ.· προφητεύω, σε Αισχύλ.Μέσ., εκφράζω με λέξεις, στον ίδ. II. στη Μέσ. επίσης, υπόσχομαι, τιτινι, σε Ευρ.
φῆμις, -ιος, , ποιητ. αντί φήμη· 1. λόγος, ομιλία, σε Όμηρ.· δήμου φῆμις, φωνή ή κρίση ανθρώπων (κοινή γνώμη), σε Ομήρ. Οδ.· αλλά δήμοιο φῆμις (Ομήρ. Οδ. ξ. 468) φαίνεται να είναι το μέρος όπου οι άνθρωποι συζητούν, το μέρος της συνάθροισης (ἀγορά). 2. φήμη, υπόληψη, στο ίδ.