Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συν-τείνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-τείνω, μέλ. -τενῶ, I. 1. εκτείνω, τεντώνω μαζί, συσφίγγω, συνδέω, σε Ευρ., Πλάτ. 2. εκτείνω μέχρις εσχάτων, επισπεύδω, επιταχύνω, ενισχύω, εξασκώ, σε Ευρ.· γνώμῃσυντεταμένῃ, με σοβαρό, ειλικρινή σκοπό, σε Ξεν. 3. αμτβ. στην Ενεργ., εντείνω τις προσπάθειές μου, αγωνίζομαι, καταβάλλω έντονη προσπάθεια, Λατ. contendere, σε Πλάτ., Πλούτ. II. 1. στρέφω, διευθύνω κάτι με προθυμία προς το ίδιο σημείο, σε Πλάτ. 2. αμτβ., κατευθύνω όλες μου τις δυνάμεις προς κάτι συγκεκριμένο, κατευθύνομαι με συντεταγμένη δύναμη, τείνω εξ ολοκλήρου στο να κάνω κάτι, με απαρ., σε Ευρ.· συντείνω εἴς τι, σε Δημ.· πρός τι, σε Ισοκρ. κ.λπ.