Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "στᾱσιάζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
στᾱσιάζω, μέλ. -άσω (στάσιςI. 1. αμτβ., εξεγείρομαι, επαναστατώ, ξεσηκώνομαι, αποστατώ, τινί, εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.· πρός τινα, σε Ξεν. 2. στις ελληνικές πόλεις, σχηματίζω φατρία ή πολιτική παράταξη, εξεγείρω, απειθαρχώ, διίσταμαι, φιλονεικώ, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. λέγεται για τις ίδιες τις πόλεις, διχογνωμώ, σπαράζομαι από εσωτερικές, έριδες, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ. II. μτβ., υποκινώ σε στάση, σπέρνω τη σύγχυση, κάνω άνω κάτω, τὴν πόλιν, σε Λυσ. κ.λπ.