Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πως"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
πῶς; Ιων. κῶς; I. 1. ερωτημ. επίρρ. του τρόπου, πώς; με ποιο τρόπο ή τέχνασμα; Λατ. qui? quomodo? χρησιμ. στις ευθείες ερωτήσεις όπως το ὅπως στις πλάγιες, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δεύτερη ερώτηση στην ίδια πρόταση, πῶς ἐκ τίνος νεώς... ἥκετε; πώς και με ποιο πλοίο ήρθατε; σε Ευρ.· με γεν., πῶς ἀγῶνος ἥκομεν; πώς έχουμε φτάσει στον αγώνα; στον ίδ. 2. με ρήματα που σημαίνουν πώληση, πόσο; σε ποια τιμή; πῶς ὁ σῖτος ὤνιος; σε Αριστοφ. 3. πῶς δοκεῖς; βλ. δοκέω I. 2. II. 1. με άλλα μόρια, πῶς ἄν...; Επικ., πῶς κε ή κεν...; πώς αλήθεια;, σε Όμηρ., Ευρ.· σε Τραγ., πῶςἄν με ευκτ. εκφράζει ευχή, επιθυμία, πώς μπορεί να γίνει, δηλ. πώς θα μπορούσε να είναι...! Λατ. O sI..! O utinam...! πῶς ἂν θάνοιμι; πῶς ἂν ὀλοίμην; κ.λπ. 2. πῶς ἄρα...; σε απάντηση, πώς λοιπόν; σε Όμηρ. 3. πῶς γάρ...; επίσης σε απάντηση, σαν κάτι να έχει προηγηθεί (που όμως δεν μπορεί να γίνει), διότι πώς είναι δυνατόν...; στον ίδ., Σοφ. 4. πῶς δή; πώς μα την αλήθεια; σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, πῶς γὰρ δή; σε Ομήρ. Οδ.· πῶς δῆτα...; σε Αισχύλ. κ.λπ. 5. καὶ πῶς...; για να δηλώσει αντίρρηση, πώς μπορεί να είναι, να συμβαίνει ακόμα; σε Αττ. 6. πῶς οὐ... πώς όχι...; δηλ. βέβαια είναι έτσι..., σε Θουκ. κ.λπ. 7. πῶς οὖν...; όπως πῶς ἄρα..., σε Αισχύλ. κ.λπ. 8. πῶς ποτε...; πώς άραγε...; σε Σοφ.
πως, Ιων. κως, εγκλιτ. επίρρ. του τρόπου· I. με κάθε τρόπο, κάπως, με όλα τα μέσα, σε Όμηρ.· ὧδέπως, κατ' αυτόν περίπου τον τρόπο, σε Ξεν.· ἄλλως πως, με κάποιον άλλο τρόπο, στον ίδ.· έπειτα από υποθετικά μόρια, εἴ πως, ἐάν ή ἤν πως, Λατ. si qua, si forte, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. II. πως, πώς ή πῶς, όχι εγκλιτ., κατά κάποιον τρόπο, με κάποιο συγκεκριμένο τρόπο, αντίθ. προς το ἁπλῶς, σε Αριστ.