Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσωτέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσωτέρω, Αττ. πορρωτέρω, συγκρ. του πρόσω· I. 1. περαιτέρω, πιο πέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., περαιτέρω από, στον ίδ.· πορρωτέρω τοῦ καιροῦ, σε Ξεν.· επίσης με άρθρο, τὸ προσωτέρω, σε Ηρόδ. 2. μακριά από, τῶν πυλῶν, σε Πλούτ. II. 1. υπερθ. προσωτάτω, Αττ. πορρωτάτω, πολύ μακριά, σε Ξεν.· τὰ προσωτάτω, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.· επίσης, προσώτατα, στον ίδ.· ὡς προσωτάτω, όσο το δυνατόν πιο μακριά, σε Σοφ. 2. με γεν., πολύ πιο πέρα από, σε Πλάτ.