Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσ-φωνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-φωνέω, μέλ. -ήσω, I. 1. καλώ ή μιλώ σε, προσφωνώ, φωνάζω σε, απευθύνομαι σε, τινά, σε Όμηρ. κ.λπ.· απόλ., σε Ομήρ. Οδ.· τοῖσιν προσεφώνεε, τους προσφώνησε με αυτές τις λέξεις, στο ίδ.· (αλλά με δοτ. προσ., σε Κ.Δ.)· με διπλή αιτ., απευθύνω λόγους σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. 2. καλώ με το όνομα του, σε Ευρ. II. με αιτ. πράγμ., προφέρω, λέγω, σε Σοφ.