Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προσ-ίημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προσ-ίημι, μέλ. προσήσωΜέσ. -ήσομαι· αόρ. αʹ προσῆκα, Μέσ. -ηκάμην· I. 1. στέλνω σε ή προς, αφήνω κάποιον να πλησιάσει, τινὰ πρὸς τὸ πῦρ, σε Ξεν.· εφαρμόζω, τί τινι, στον ίδ. II. 1. Μέσ., προσίεμαι, αφήνω να έρθει κάποιος κοντά, επιτρέπω, προσίημί τιναεἰς τὴν ὁμιλίαν, σε Πλάτ.· προσίημι τοὺς βαρβάρους, τους αφήνω να πλησιάσουν, σε Ξεν. 2. α) παραδέχομαι, αποδέχομαι, πιστεύω, τοῦτο μὲν οὐ προσίεμαι, σε Ηρόδ.· προσηκάμην τὸ ῥηθέν, σε Ευρ. β) παραδέχομαι, αποδέχομαι, δέχομαι, ξεινικὰ νόμαια, σε Ηρόδ.· προσίεμαι τὰ προκεκηρυγμένα, δέχομαι, συμφωνώ με τις προτάσεις, σε Θουκ.· προσίεμαι φάρμακον, λαμβάνω, παίρνω φάρμακο, σε Ξεν. γ) επιτρέπω, παραδέχομαι, επιδοκιμάζω, τὴν προδοσίην, σε Ηρόδ.· οὐδαμῇ προσίενται οἱ θεοὶ τὸν πόλεμον, σε Ξεν. 3. με απαρ., αναλαμβάνω, τολμώ να πράξω, στον ίδ.· επίσης, παραδέχομαι ότι, στον ίδ. 4. με αιτ. προσ., προσελκύω, κερδίζω, ευαρεστώ, οὐδὲν προσίετό μιν, τίποτα δεν τον πείθει ή δεν τον ευχαριστεί, σε Ηρόδ.· ἓν δ' οὐ δύναταί με προσέσθαι, στον ίδ.