Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προ-φέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-φέρω, μέλ. -οίσω, αόρ. αʹ -ήνεγκα, αόρ. βʹ -ήνεγκον· Επικ. γʹ ενικ. υποτ. ενεστ. προφέρῃσι όπως αν προερχόταν από τύπο σε -μι· I. 1. φέρω μπροστά σε κάποιον, φέρνω σε κάποιον, παρουσιάζω, προσφέρω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 2. λέγεται για λέξεις, προφέρω ὀνείδεά τινι, επιρρίπτω μομφές σε κάποιον, κακίζω, κατηγορώ, Λατ. objicere, μή μοι δῶρα πρόφερε Ἀφροδίτης, στο ίδ. 3. απλώς, προφέρω, λέω, αὐδάν, μῦθον, σε Ευρ.· πρ. Αἴγιναν πάτραν, διακηρύσσουν αυτή ως πατρίδα τους, σε Πίνδ. 4. φέρνω εμπρός, κάνω λόγω, μνημονεύω, σε Θουκ.· προφέρων Ἄρτεμιν, προβάλλω το αξίωμα αυτής, σε Αισχύλ. 5. λέγεται για μαντείο, προβάλλω ως έργο, σε Ηρόδ.Παθ., προὐνεχθέντος τινί (γεν. απόλ.), εάν είχε διαταχθεί να ενεργήσει έτσι, σε Αισχύλ. II. παρουσιάζω, επιδεικνύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔριδα προφέρω, αμιλλώμαι, ανταγωνίζομαι, σε Ομήρ. Οδ.· πόλεμόν τινι προφέρω, κηρύσσω πόλεμο εναντίον κάποιου, σε Ηρόδ.Μέσ., ξεινοδόκῳ ἔριδα προφέρεσθαι, προκαλώ σε διαγωνισμό τον ξένο, σε Ομήρ. Οδ. III. φέρνω μακριά, αρπάζω κάτι και το μεταφέρω, λέγεται για θύελλα, σε Όμηρ. IV. 1. κινώ προς τα εμπρός, πόδα, σε Ευρ.· έπειτα, προάγω, ενισχύω, βοηθώ, ἠὼςπροφέρει ὁδοῦ, το ξημέρωμα βοηθάει στην πορεία κάποιου, σε Ησίοδ.· πρ. εἴς τι, συμβάλλω, συντελώ στην επίτευξη ενός αντικειμένου, σε Θουκ. 2. αμτβ., υπερέχω, υπερβαίνω κάποιον, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.