Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προ-πηλᾰκίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-πηλᾰκίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ (από πῆλαξ = πηλόςI. λασπώνω, επιχρίω με λάσπη ή καλύπτω με λάσπη· μεταφ., συμπεριφέρομαι υβριστικά, προσβάλλω αισχρά, τινά, σε Σοφ., Θουκ. κ.λπ.Παθ., ἰδὼν προπεπηλακισμένην (τὴν φιλοσοφίαν), σε Πλάτ. II. με αιτ. πράγμ., εξυβρίζω καποιον για κάποιο πράγμα, σε Δημ.