Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προ-νοέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-νοέω, μέλ. -ήσω,
Α. I.
αντιλαμβάνομαι από πριν, προβλέπω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ., Αριστ.· προνοῶν ὅτι..., προβλέποντας ότι..., σε Ξεν. II. 1. σκέφτομαι ή σχεδιάζω κάτι εκ των προτέρων, προνοώ, σε Ομήρ. Οδ.· απόλ., είμαι προνοητικός, λαμβάνω μέτρα προστασίας, προφύλαξης, σε Ευρ., Θουκ.· προνοέω ὅτι..., προνοώ, φροντίζω να..., σε Θουκ.· ὅπως..., σε Ξεν. κ.λπ. 2. με γεν., προνοώ για, φροντίζω εκ των προτέρων για, στον ίδ.Β. με την ίδια σημασία, αποθ. προ-νοοῦμαι· μέλ. -ήσομαι, Μέσ. αόρ. αʹ προὐνοησάμην και Παθ. προὐνοήθην· παρακ. προνενόημαι· Ενεργ., 1. προνοώ, σε Θουκ. κ.λπ.· με απαρ., φροντίζω να κάνω, σε Ευρ. 2. με γεν., φροντίζω εκ των προτέρων για, σε Θουκ. κ.λπ.