Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "προ-αιρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
προ-αιρέω, μέλ. -ήσω, παρακ. -ῄρηκα, αόρ. βʹ -ῄρηκα, αόρ. βʹ προεῖλον, I. 1. φέρνω μπροστά, βγάζω από τον ίδιο μου τον εαυτό, σε Θουκ., Θεόκρ. 2. λαμβάνω κάτι πριν από κάποιον άλλο, σε Βάβρ. II. κυρίως στον Μέσ. μέλ. -αιρήσομαι, αόρ. βʹ -ειλόμην, Παθ. παρακ. (με Μέσ. σημασία) -ῄρημαι· 1. εκλέγω και παίρνω πρώτος κάτι για τον εαυτό μου, διώχνω από το δρόμο κάποιου, σε Πλάτ. 2. διαλέγω πιο πριν ή νωρίτερα από κάτι άλλο, προτιμώ, τί τινος ή τι πρό τινος, στον ίδ.· τι ἀντί τινος, σε Ξεν. 3. με αιτ. μόνο, παίρνω με συνειδητή επιλογή, επιλέγω εσκεμμένα, προτιμώ, σε Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., προαιρούμενος, με προτίμηση, σε Αριστ. 4. με απαρ., προτιμώ να κάνω, στον ίδ.· έχω σκοπό ή σκοπεύω να κάνω κάτι, σε Δημ.