Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πορίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
πορίζω (πόρος), μέλ. Αττ. ποριῶ, αόρ. αʹ ἐπόρισα, παρακ. πεπόρικαΜέσ., μέλ. Αττ. ποριοῦμαι, αόρ. αʹ ἐπορισάμην, Παθ. μέλ. πορισθήσομαι, αόρ. αʹ ἐπορίσθην, παρακ. πεπόρισμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐπεπόριστο· 1. κυρίως, όπως το πορεύω, μεταφέρω· προξενώ, παρέχω, εφοδιάζω, προμηθεύω, προκαλώ, επιφέρω, σε Αριστοφ., Πλάτ.· απόλ., Θεοῦ πορίζοντος καλῶς, σε Ευρ.· συχνά με την έννοια της επινόησης ή της εφεύρεσης, στον ίδ. κ.λπ.Μέσ., παρέχω κάτι στον εαυτό μου, προμηθεύω, προκαλώ, Λατ. sibi comparare, σε Αριστοφ., Θουκ.Παθ., προμηθεύομαι, σε Θουκ. κ.λπ. 2. πορίζεταί τινι, απρόσ., είναι στην εξουσία κάποιου να κάνει, με απαρ., σε Ξεν.