Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περι-ίστημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-ίστημι,
Α.
σε μτβ. χρόνους, μέλ. -στήσω, αόρ. αʹ -έστησα· I. 1. τοποθετώ ολόγυρα, περιίστημί τί τινι, σε Ηρόδ.· στρατὸν περὶ πόλιν, σε Ξεν.· μεταφ., περιίστημί τινι πλείω κακά, σε Δημ. 2. φέρω ολόγυρα, περιίστημι πολιτείαν εἰς ἑαυτόν, τη στριφογυρίζει γύρω από τον εαυτό του, σε Αριστ.· ιδίως φέρνω σε χειρότερη κατάσταση, σε Αισχίν. II. σε Μέσ. αόρ. αʹ, τοποθετώ γύρω μου, σε Ξεν. Β. Παθ. και Μέσ. με Ενεργ. αόρ. βʹ -έστην, παρακ. -έστηκα, υπερσ. -έστηκεν· I. 1. στέκομαι ολόγυρα, σε Ομήρ. Ιλ.· κῦμα περιστάθη, κύμα σηκώθηκε ολόγυρα (Επικ. Παθ. αορ. αʹ), σε Ομήρ. Οδ. 2. με αιτ., στέκομαι ολόγυρα, περικυκλώνω, περιβάλλω, σε Όμηρ.· μή πώς με περιστήωσ' ἕνα πολλοὶ (Επικ. υποτ. γʹ πληθ. αορ. βʹ), ότι οι αριθμοί τους δεν με περικυκλώνουν, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., τὸ περιεστὸς ἡμᾶς δεινόν, σε Θουκ. II. 1. έρχομαι γύρω από κάποιον, νομίσαντες τὸπαρανόμημα ἐς τοὺς Ἀθηναίους περιεστάναι, σε Θουκ.· με δοτ., συναντώ, έρχομαι κατά πάνω, ἡμῖνἀδοξία περιέστη, στον ίδ.· τοῦ πολέμου περιεστηκότος τοῖς Θηβαῖοις, σε Δημ. 2. λέγεται για συμβάντα, καταντώ, αποβαίνω, ιδίως προς το χειρότερο, ἐς τοῦτο περιέστη ἡ τύχη, η τύχη μετατράπηκε εντελώς, σε Θουκ.· τοὐναντίον περιέστη αὐτῷ· απέβη γι' αυτόν εντελώς αντίθετα, στον ίδ.· με απαρ., περιειστήκει τοῖς βοηθείας δεομένοις αὐτοὺς ἑτέροις βοηθεῖν, ήρθε γύρω από αυτούς που ζητούσαν βοήθεια για να δώσουν βοήθεια σε άλλους, σε Δημ. III. σε μεταγεν. συγγραφείς, πηγαίνω τριγύρω για να αποφύγω κάτι, σε Λουκ., Κ.Δ.