Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρ-αινέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-αινέω, γʹ ενικ. παρατ. παρῄνει, Ιων. παραίνεε· μέλ. -έσω και -έσομαι· αόρ. αʹ παρῄνεσα, παρακ. παρῄνεκαΠαθ., απαρ. παρακ. παρῃνῆσθαι· I. 1. νουθετώ, συνιστώ, συμβουλεύω, παραινέω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παραινέω τί τινι, σε Αισχύλ.· παραινέω τινί, συμβουλεύω κάποιον, στον ίδ. 2. συμβουλεύω ή προτείνω δημόσια, παρῄνει τοιάδε, σε Θουκ.· οὐ παραινέω, συμβουλεύω να μην κάνει κάτι κάποιος, στον ίδ.