Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρ-αγγέλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-αγγέλλω, μέλ. -ελῶ, αόρ. αʹ -ήγγειλα, παρακ. -ήγγελκα· I. διαβιβάζω ως μήνυμα, όπως μέσω του τηλέγραφου, παραγγείλασα σέλας, σε Αισχύλ.· μνήμην παραγγέλλοντες ὧν ἐκύρσατε, σε Ευρ.· παραγγέλλω τὸ σύνθημα, δίνω το σύνθημα, σε Ξεν. II. 1. γενικά, εκδίδω διαταγή, δίνω εντολή, κυρίως λέγεται για στρατηγό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· παραγγέλλω τινὶ ποιεῖν τι, σε Ηρόδ., Ξεν. κ.λπ.Παθ., τὰ παραγγελόμενα, στρατιωτικές διαταγές, σε Θουκ.· ομοίως, τὰ παρηγγελμένα, σε Ξεν. 2. παραγγέλλω, προτρέπω, διατάζω, παραγγέλλω τινὶ ποιεῖν τι, σε Σοφ. κ.λπ.· τί τινι, σε Ευρ.· ὅπως ἄν..., δίνω διαταγές με σκοπό να..., σε Πλάτ.· με αιτ. πράγμ. μόνο, παραγγέλλω, διατάζω, παραγγέλλω παρασκευὴν σίτου, παραγγέλνω να προετοιμαστεί σιτάρι, Λατ. imperare frumentum, σε Ηρόδ.· παραγγέλλω σιτία, σε Θουκ.· στρατείαν, σε Αισχίν. III. ενθαρρύνω, παροτρύνω, ἵππους, σε Θέογν.· παραγγέλλω εἰς ὅπλα, καλώ στα όπλα, σε Ξεν. IV.1. καλώ σε βοήθεια, προσκαλώ τους πολίτες της δικής μου πολιτικής παράταξης, σχηματίζω φατρία, σε Δημ. 2. παραγγέλλω τὴν ἀρχήν, δημιουργώ φατρία με σκοπό την κατάληψη δημοσίου αξιώματος, Λατ. magistratum ambire, σε Πλούτ.· παραγγέλλω εἰς ὑπατείαν, είμαι υποψήφιος για το αξίωμα του υπάτου, στον ίδ.