Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "παρ-έρχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
παρ-έρχομαι, αόρ. βʹ -ῆλθον, απαρ. -ελθεῖν, σπανίως -ήλυθον· αποθ.· I. 1. περνώ πλησίον ή πέρα, προσπερνώ, περνώ, σε Ομήρ. Οδ.· παρῆλθεν ὁ κίνδυνος ὥσπερ νέφος, έφυγε μακριά, σε Δημ. 2. λέγεται για το χρόνο, περνώ, σε Ηρόδ.· ὁ παρελθών ἄροτος, η περασμένη εποχή, σε Σοφ.· π. ὁδοί, οι περιπλανήσεις που πέρασαν (έγιναν ήδη), στον ίδ.· ἐν τῷ παρελθόντι, κατά το παρελθόν, παλιά, σε Ξεν.· τὰ παρεληλυθότα, περασμένα γεγονότα, σε Δημ. II. 1. υπερβαίνω, υπερτερώ, σε Όμηρ., Θέογν., Αττ.· τοὺς λόγους τὰ ἔργα παρέρχεται, σε Δημ. 2. υπερτερώ στην εξυπνάδα, διαφεύγω, εξαπατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Ευρ. III. 1. φτάνω σε, παρέρχομαι εἰς..., σε Ησίοδ. 2. περνώ μέσα, ἐς τὴν αὐλήν, σε Ηρόδ.· παρέρχομαι ἔσω ή εἴσω, μπαίνω μέσα σε σπίτι κ.λπ., σε Τραγ.· με αιτ., παρέρχομαι δόμους, σε Ευρ. IV. 1. περνώ χωρίς να δώσω προσοχή, τὸν βωμόν, σε Ομήρ. Ιλ.· προσπερνώ, παραβλέπω, περιφρονώ, υποτιμώ, θεούς, σε Ευρ. 2. παραβαίνω, παραβλέπω, τοὺς νόμους, σε Δημ. V. περνώ απαρατήρητος, διαφεύγω από την προσοχή, τουτὶ παρῆλθέ με εἰπεῖν, στον ίδ. VI. Αττ., έρχομαι μπροστά να μιλήσω, ανεβαίνω στο βήμα, παρέρχομαι εἰς τὸν δῆμον, σε Θουκ.· απόλ., παρελθὼν ἔλεξε τοιάδε, στον ίδ.