Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μᾰραίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μᾰραίνω, μέλ. μᾰρᾰνῶ, αόρ. αʹ ἐμάρᾱνα· Παθ., μέλ. μαρανθήσομαι, αόρ. αʹ ἐμαράνθην, παρακ. μεμάρασμαι ή -αμμαι· I. σβήνω ή κατευνάζω πυρκαγιά, σε Ομηρ. Ύμν. — Παθ., σβήνω σιγά σιγά, εξασθενίζω, λέγεται για πυρκαγιά. II. μεταφ., ὄψεις μαραίνω, εξασθενεί η όραση των ματιών, σε Σοφ.· νόσος μαραίνει με, η ασθένεια με καταβάλλει, με εξασθενίζει, σε Αισχύλ.· λέγεται για χρόνο, πάντα χρόνος μαραίνει, σε Σοφ.Παθ., εξασθενίζω, κάμπτομαι, παρακμάζω, πέφτω σε μαρασμό, σε Ευρ., Θουκ.· αἷμα μαραίνεται χερός, σβήνει το αίμα από το χέρι μου, σε Αισχύλ.· λέγεται για ποτάμι, αποξηραίνομαι, σε Ηρόδ.