Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μετα-πίπτω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μετα-πίπτω, μέλ. -πεσοῦμαι, 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο (σε άλλο μέρος), υφίσταμαι μια αλλαγή, μεταπίπτω τὸ εἶδος, σε Ηρόδ., εἰς ἄλλο εἶδος, σε Πλάτ.· επίσης, αλλάζω αιφνιδίως γνώμη, σε Ευρ., Αριστοφ.· εἰ τρεῖς μόναι μετέπεσον τῶν ψήφων, σε Πλάτ. 2. αλλάζω, ιδίως προς το χειρότερο, μεταπίπτοντος δαίμονος, εάν η τύχη αλλάξει προς το χειρότερο, σε Ευρ.· σπανίως προς το καλύτερο, στον ίδ.· λέγεται για πολιτικές μεταβολές, διέρχομαι μεταβολή ή επανάσταση, σε Θουκ.