Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μάλα[μᾰλᾰ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μάλα[μᾰλᾰ], I. επίρρ., πολύ, πάρα πολύ, υπερβολικά, σε Όμηρ. κ.λπ. 1. επιτείνει τη λέξη με την οποία συντάσσεται, μάλα πολλά, πάρα πολλά, στον ίδ.· μάλα πάντες, μάλα πᾶσαι, μάλα πάντα, όλοι μαζί, καθένας, στον ίδ.· μάλ' ἀσκηθής, εντελώς σώος από τραυματισμό, σε Ομήρ. Οδ.· ἀβληχρὸς μάλατοῖος, τόσο πολύ αδύναμος, στο ίδ.· ομοίως στην Αττ., μάλαδὴ πρεσβύτης, πολύ ηλικιωμένος, σε Ξεν.· μάλα γέ τινες ὀλίγοι, σε Πλάτ.· ομοίως με επίρρ., πάγχυ μάλα και μάλα πάγχυ, εντελώς, εξ ολοκλήρου, σε Ομήρ. Ιλ.· εὖ μάλα, εξαιρετικά καλά, σε Ομήρ. Οδ.· μάλ' αἰεί, για πάντα (νῦν καὶ ἀεί), σε Ομήρ. Ιλ.· ἄχρι μάλα κνέφαος, μέχρι το μαύρο, πλήρες σκοτάδι, σε Ομήρ. Οδ.· μάλα διαμπερές, απ' άκρη σ' άκρη, σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως στην Αττ., δηλώνει επαναλαμβανόμενη πράξη, μάλ' αὖθις, μάλ' αὖ, σε Αισχύλ. κ.λπ.· με ρήματα, μὴ μὲ μάλ' αἴνεε, μη με επαινείς υπερβολικά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἡδὲ μάλα ἡνιόχευεν, αυτή οδηγούσε πολύ προσεκτικά το άρμα, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. επιτείνει έναν ισχυρισμό, εἰμάλα μιν χόλος ἵκοι, αν τον καταλάβει κάποτε τόσο μεγάλη οργή, σε Όμηρ.· ομοίως, μάλα περ, συντασσόμενο με ένα μόριο, μάλα περ μεμαώς, αν και δεν έχω επιθυμήσει (κάτι) ποτέ τόσο πολύ, σε Ομήρ. Ιλ. 3. στην Αττ. σε απαντήσεις, ναι, σίγουρα, ακριβώς έτσι, μάλα γε, σε Πλάτ., κ.λπ.· μάλα τοι, σε Ξεν., κ.λπ.· καὶ μάλα δή, στον ίδ. II. 1. Συγκρ. μᾶλλον, περισσότερο, σε Όμηρ.· μᾶλλον τοῦ δέοντος, περισσότερο απ' όσο πρέπει, σε Πλάτ., Ξεν., κ.λπ.· παντὸς μᾶλλον, περισσότερο απ' οτιδήποτε, δηλ. εντελώς σίγουρα, σε Πλάτ. 2. δηλώνει συνεχή αύξηση (μιας ιδιότητας), ακόμη περισσότερο, πιο πολύ, σε Ομήρ. Οδ.· μᾶλλον μᾶλλον, Λατ. magis magisque, σε Ευρ., Αριστοφ. 3. ενίοτε συνάπτεται με δεύτερο συγκρ. ῥηΐτεροι μᾶλλον, σε Ομήρ. Ιλ.· μᾶλλον ἆσσον, σε Σοφ. κ.λπ. 4. μᾶλλον δέ, πολύ περισσότερο, αλλά καλύτερα, πολλοί, μᾶλλον δὲ πάντες, σε Δημ. 5. στη φράση μᾶλλον ἢ οὐ, το οὐ μοιάζει περιττό, ἥκει ὁ Πέρσης οὐδὲν μᾶλλον ἐπ' ἡμέας ἢ οὐ ἐπ' ὑμέας, οι Πέρσες έχουν έρθει όχι τόσο εναντίον μας, όσο εναντίον σας, σε Ηρόδ.· στην περίπτωση αυτή του μᾶλλον ἢ οὐ προηγείται άλλη αρνητική έκφραση. 6. τὸ μάλα καὶ ἧττον (περίπου), είδος επιχειρήματος το οποίο ονομάζουμε (Λατ.) a fortiori, σε Αριστ. III. 1. Υπερθ. μάλιστα, πάρα πολύ, περισσότερο απ' όλα, σε Όμηρ. κ.λπ.· μάλιστα μέν..., ἔπειτα δέ..., πρώτα και πάνω απ' όλα... και κατόπιν, σε Σοφ.· τί μάλιστα; ποιο είναι ακριβώς αυτό που θέλεις; σε Πλάτ.· ὡςή ὅτι μάλιστα, Λατ. quam maxime, στον ίδ.· ὅσον μάλιστα, σε Αισχύλ.· ὡς μάλιστα, σίγουρα, σε απαντητικές φράσεις, σε Πλάτ.· ὡς δύναμαι μάλιστα, στον ίδ.· μακρῷ μᾶλλον, σε Ηρόδ. 2. α) ἐς τὰ μάλιστα, κατά το μεγαλύτερο μέρος, κατ' εξοχήν, στον ίδ.· ομοίως, τὰ μάλιστα, σε Θουκ. κ.λπ.· επιπλέον, ἀνὴρ δόκιμος ὁμοῖα τῷ μάλιστα, τόσο ξακουστός όσο αυτός που είναι ο κατ' εξοχήν (ξακουστός), σε Ηρόδ. β) ἐν τοῖς μαλίστοις, κατ' ἐξοχήν, όσο οτιδήποτε άλλο, σε Θουκ., Πλάτ. 3. το μάλιστα μπορεί να συναφθεί με υπερθ., ἔχθιστος μάλιστα, μάλιστα φίλτατος, σε Ομήρ. Ιλ.· μάλιστα φίλτατος, σε Ευρ. 4. με αριθμούς, το μάλιστα σημαίνει περίπου, σε Θουκ., Ξεν. κ.λπ.· ομοίως, ἐς μέσον μάλιστα, περίπου στη μέση, σε Ηρόδ.· ἥμισυ μάλιστα, σε Θουκ. κ.λπ. 5. το καὶ μάλιστα χρησιμ. σε απαντητικές φράσεις, με τη μεγαλύτερη σιγουριά, Λατ. vel maxime, σε Αριστοφ.· ομοίως, μάλιστα γε, σε Σοφ.· μάλιστα πάντων, σε Αριστοφ.