Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λοιδορέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
λοιδορέω, μέλ. λοιδορήσω, αόρ. ἐλοιδόρησα, παρακ. λελοιδόρηκαΜέσ., μέλ. λοιδορήσομαι, αόρ. ἐλοιδορησάμηνΠαθ., αόρ. ἐλοιδορήθην, παρακ. λελοιδόρημαι (λοίδοροςI. υβρίζω, προσβάλλω, κατηγορώ, κακολογώ, προπηλακίζω, σε Ηρόδ., Αττ.· επιπλήττω, σε Ξεν.Μέσ., μιλώ δηκτικά, μιλώ υβριστικά (ο ένας για τον άλλον), σε Αριστοφ. II. το λοιδοροῦμαι χρησιμ. και ως αποθ. με δοτ., μιλώ υβριστικά εναντίον κάποιου, σε Αριστοφ., Ξεν.· με σύστ. αντ., πάντα τὰ αἰσχρὰ λοιδορέονται, μεταχειρίζονται κάθε είδους απρεπείς κατηγορίες, σε Ηρόδ.