Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "λάξ"

Βρέθηκαν 5 λήμματα [1 - 5]
λάξ, επίρρ., με τα πόδια, με τις κλωτσιές, σε Όμηρ., Αισχύλ.· λὰξ πατεῖσθαι, να καταπατηθείς, να ποδοπατηθείς, σε Αισχύλ.
λαξευτός, , -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Κ.Δ.
λαξεύω, σκαλίζω, πελεκάω πέτρα, λαξεύω βράχο, σε Εβδ.
λάξις, -ιος, (λᾰχεῖν), κομμάτι γης που απονέμεται σε κάποιον με κλήρο, σε Ηρόδ.
λάξομαι, Ιων. αντί λήξομαι, μέλ. του λαγχάνω.