Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατα-ψηφίζομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατα-ψηφίζομαι, μέλ. Αττ. -ιοῦμαιΜέσ., I. 1. ψηφίζω εναντίον ή σε αποδοκιμασία, καταδίκη, κατάκριση, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· κ. τινος κλοπήν, τον βρήκαν ένοχο κλοπής, σε Πλάτ.· ομοίως στον παρακ. Παθ., κατεψηφισμένοι αὐτοῦ θάνατον, σε Ξεν. 2. Παθ., στον Παθ. παρακ. και αόρ. αʹ, έχω καταψηφιστεί, σε Πλάτ., Δημ.· λέγεται για ποινή, αποφαίνομαι αρνητικά, δίκη κατεψηφισμένη τινός, σε Θουκ.· κατεψηφισμένος ἦν μου ὁ θάνατος, σε Ξεν. II. ψηφίζω καταφατικά, επιδοκιμάζω, σε Αριστ.