Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατ-οκνέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατ-οκνέω, διστάζω, οπισθοχωρώ από φόβο ή οκνηρία, αποφεύγω να πράξω ή να αναλάβω κάποιο έργο, με απαρ., σε Σοφ., Θουκ.· απόλ., απέχω διστάζοντας, υποχωρώ, σε Αισχύλ., Θουκ.