Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "κατ-οικίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
κατ-οικίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ· I. 1. μετατοπίζω σ' ένα μέρος, εμφυτεύω, τοποθετώ ή εγκαθιστώ εκεί σαν αποίκους, κ. τινὰ εἰς τόπον, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· γυναῖκας ἐς φῶς ἡλίου κατ., σε Ευρ.· επίσης, κ. τινὰ ἐν τόπῳ, τοποθετώ ή βάζω κάποιον να κατοικήσει σ' έναν τόπο, σε Σοφ.· ἐλπίδας ἔν τινι κ., τις εμφυτεύω στο μυαλό του, σε Αισχύλ. 2. με αιτ. τόπου, αποικώ, γεμίζω με ανθρώπους έναν τόπο, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. II. Παθ., 1. λέγεται για πρόσωπα, είμαι τοποθετημένος ή εγκαταστημένος, ἐν τόπῳ, σε Ηρόδ.· ἐς τόπον, σε Θουκ. 2. λέγεται για τόπους, έχω εγκαταστημένες αποικίες, αποικούμαι, στον ίδ. III. επαναπατρίζω, επανεγκαθιστώ, επαναφέρω κάποιον στην πατρίδα του, σε Αισχύλ.