Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "καθ-αιρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
καθ-αιρέω, Ιων. κατ-· μέλ. -ήσω, μέλ. βʹ καθελῶ, αόρ. βʹ καθεῖλον, απαρ. καθελεῖνΠαθ., αόρ. αʹ καθῃρέθην, παρακ. -ῄρημαι· I. 1. κατεβάζω, καθείλομεν ἱστία, χαμηλώσαμε τα πανιά, σε Ομήρ. Οδ.· κ. ἄχθος, κατεβάζω, διώχνω βάρος, φορτίο, δηλ. από τους ώμους κάποιου, σε Αριστοφ.Μέσ., καταιρεῖσθαι τὰ τόξα, αχρηστεύω το τόξο κάποιου, σε Ηρόδ. 2. κατεβάζω ή κλείνω τα μάτια νεκρού, σε Όμηρ. 3. λέγεται για μάγους, κατεβάζω απ' τον ουρανό, Λατ. caelo deducere, σελήνην, σε Αριστοφ., Πλάτ. 4. κατά με πέδον γᾶς ἕλοι (σε τμήση), μακάρι να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, σε Ευρ. II. 1. καταλύω με τη βία, καταστρέφω, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ.· απλώς, σκοτώνω, σφαγιάζω, σε Ευρ. 2. με ηπιότερη σημασία, ελαττώνω, μειώνω, σε Ηρόδ., Δημ. κ.λπ.· καταλύω, εκθρονίζω, σε Ηρόδ.· κ. τὸ λῃστικόν, εξαλείφω, εξαφανίζω ολοκληρωτικά, σε Θουκ. 3. κατεδαφίζω, καταστρέφω, γκρεμίζω, τὰς πόλεις, στον ίδ.· τῶν τειχῶν, μέρος των τειχών, σε Ξεν. 4. ακυρώνω, καταργώ, ανατρέπω, ανακαλώ, τὸ ψήφισμα, σε Θουκ. 5. ως Αττ. δικανικός όρος, καταδικάζω, σε Σοφ. 6. εξαθλιώνω, αποδυναμώνω, καταβάλλω, αδυνατίζω το σώμα, σε Πλούτ. III. υπερισχύω, καταλαμβάνω, κυριεύω, κὰδ δέ μιν ὕπνος ᾕρει (σε τμήση), σε Ομήρ. Οδ.· καθ. τινὰ ἐν ἀφροσύνῃ, συλλαμβάνω κάποιον επ' αυτοφόρω πάνω στην εκτέλεση μιας τρέλας, ενός παραλογισμού, σε Σοφ.· με γεν. του μέρους, κ. τῶν ὤτων, πάνω από τα αυτιά, σε Θεόκρ. IV.λαμβάνω ως αμοιβή ή βραβείο, ως έπαθλο, καθαιρεῖν ἀγῶνα ή ἀγώνισμα, σε Πλούτ.· μεταφ., κατορθώνω, πετυχαίνω, σε Πίνδ.· ομοίως και σε Μέσ., φόνῳ καθαιρεῖσθ', οὐ λόγῳ τὰ πράγματα, σε Ευρ.· σε Παθ., σε Ηρόδ. V. σπανιότερα όπως το απλό αἱρέω, παίρνω και μεταφέρω, αρπάζω, στον ίδ.