Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐπορέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐπορέω, μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ εὐπόρησα, παρακ. εὐπόρηκα (εὔποροςI. 1. ευτυχώ, ευημερώ, ευδοκιμώ, είμαι τυχερός, σε Ξεν. α) ὅθεν ὁ πόλεμος εὐπορεῖ, από τις οποίες αιτίες ο πόλεμος διατηρείται επιτυχώς, σε Θουκ. β) με γεν. πράγμ., έχω ποικιλία από, έχω απόθεμα, έχω αφθονία, με γεν., σε Ξεν. κ.λπ. 2. βρίσκω τον τρόπο, βρίσκω τα μέσα, σε Θουκ.· με απαρ., έχω τη δύναμη να, είμαι ικανός να, σε Πλάτ. II. με αιτ. πράγμ., προμηθεύω, παρέχω, χορηγώ, σε Θουκ., Δημ. κ.λπ.