Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "εὐδοκῐμέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
εὐδοκῐμέω, παρατ. ηὐδοκίμουν, αόρ. αʹ ηὐδοκίμησα, παρακ. ηὐδοκίμηκα· η αύξηση παραλείπεται στην Ιων. (εὐδόκιμος)· έχω καλή φήμη, τιμώμαι, εκτιμώμαι, είμαι ξακουστός, είμαι δημοφιλής, σε Θέογν., Ευρ., Αριστοφ. κ.λπ.· εὐδ. ἔν τινι, διακρίνομαι, ξεχωρίζω σε κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ.· ἐπίτινι, σε Πλάτ.· εὐδ. παρὰ τῷ βασιλέϊ, έχω επιρροή σε αυτόν, σε Ηρόδ.