Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δια-περάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δια-περάω, μέλ. -άσω [ᾱ]· I. 1. διαβαίνω από πάνω ή απέναντι, διαπερνώ, ῥοάς, οἶδμα, σε Ευρ.· δ. πόλιν, τη διασχίζω, σε Αριστοφ.· επίσης, διαπερᾶν Μολοσσίαν, βασιλεύω, άρχω, βασιλεύω σε ολόκληρη τη Μολοσσία, σε Ευρ. 2. διαπερνώ, διατρυπώ, στον ίδ. II. μτβ., μεταφέρω απέναντι, σε Λουκ.