Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δι-εξέρχομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δι-εξέρχομαι, μέλ. -ελεύσομαι, = διέξειμι· I. 1. πηγαίνω ανάμεσα, περνώ ανάμεσα και εξέρχομαι, τὸ χωρίον, σε Ηρόδ. 2. διέρχομαι εντελώς, διέρχομαι από αρχή ως τέλος, πάντας φίλους, σε Ευρ. κ.λπ.· με μτχ., δ. πωλέων, ολοκληρώνω την πώληση, σε Ηρόδ. 3. διέρχομαι στη σειρά ή διαδοχικά· διὰ πάντων δ. τῶν παίδων, δηλ. σκοτώνοντας το ένα μετά το άλλο, στον ίδ.· διὰ πασῶν τῶν ζημιῶν, δηλ. δοκιμάζοντας τη μια μετά την άλλη, σε Θουκ. 4. διέρχομαι, εξηγώ, εξετάζω με λεπτομέρεια, εκθέτω με κάθε ακρίβεια, σε Ηρόδ. κ.λπ. II. 1. αμτβ., παρέρχομαι, περνώ, διαβαίνω, είμαι παρωχημένος, λέγεται για χρόνο, στον ίδ. 2. αφηγούμαι, περιγράφω, εκθέτω με σαφήνεια, σε Δημ.