Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "δείδω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
δείδω, ενεστ. μόνο στο πρώτο πρόσ., δέδοικα ή δέδια που χρησιμ. πάντοτε ως ενεστ. στην Αττ.· μέλ. δείσομαι, αόρ. αʹ ἔδεισα, Επικ. ἔδδεισα, παρακ. με ενεστ. σημασία δέδοικα, Επικ. δείδοικα· επίσης δέδια, Επικ. δείδια I, προστ. δέδῐθι, Επικ. δείδιθι, απαρ. δεδιέναι, Επικ. δειδίμεν (πρέπει να διαχωρίζεται από το αʹ πληθ. οριστ. δείδιμενμτχ. δεδιώς, Επικ. πληθ. δειδιότες· υπερσ. (με σημασία παρατ.) ἐδεδοίκειν, επίσης ἐδεδίειν, Επικ. πληθ. ἐδείδιμεν, ἐδείδισαν, δείδισαν (για τη ρίζα, βλ. δίω), Φοβάμαι, απόλ., σε Όμηρ. κ.λπ.· 1. ακολουθ. από πρόθ., δ. περί τινι, είμαι αναστατωμένος, ανήσυχος για, σχετικά με..., σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ἀμφί τινι, περί τινος, ὑπέρ τινος, στους ίδ.· συνοδευόμενο από δευτερεύουσα πρόταση με το μή..., Λατ. vereor ne..., φοβάμαι μήπως..., ακολουθ. από υποτ.· σπανίως με οριστ., δείδω μὴ νημερτέα εἶπεν, σε Ομήρ. Οδ.· δ. μὴ οὐ..., Λατ. vereor ut..., φοβάμαι μήπως δεν..., ακολουθ. από υποτ., σε Ηρόδ. κ.λπ. 2. με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. 3. με αιτ., φοβάμαι, τρέμω, σε Όμηρ. κ.λπ. 4. τὸ δεδιός, το αντικείμενο φόβου κάποιου, ο φόβος του, =δέος, σε Θουκ.