Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βλάστημα"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βλάστημα, -ατος, τό, I. = βλάστη, σε Ευρ. II. μεταφ., απόγονος, τέκνο, παρακλάδι, σε Αισχύλ., Ευρ. III. ερεθισμός του δέρματος, εξάνθημα.