Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "*πόρω"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
*πόρω, εικάζεται ως ενεστ. από αόρ. βʹ ἔπορον, και Παθ. παρακ. πέπρωμαι· I. 1. αόρ. βʹ ἔπορον, Επικ. γʹ ενικ. πόρε, απαρ. πορεῖν, μτχ. πορών, παρέχω, προσφέρω, παρουσιάζω, δίνω, σε Όμηρ., Ησίοδ.· εὖχος πορών, προσφέρομαι να πραγματοποιήσω μια ευχή, σε Ομήρ. Οδ.· ὅρκον πορών, προσφέρομαι να δώσω όρκο, σε Αισχύλ.· με απαρ., αποδέχομαι ότι..., πόρε κούρῃσιν ἕπεσθαι τιμάς (αντί ὥστε ἕπεσθαι), σε Ομήρ. Ιλ.· σοὶ θεοὶ πόροιεν, ὡς (= οἷα) ἐγὼ θέλω, σε Σοφ. 2. = πορεύω, φέρω, εἴ τις δεῦρο Θησέα πόροι, στον ίδ. II. 1. παρακ. μόνο στο γʹ ενικ. πέπρωται, υπερσ. πέπρωτο είναι ή έχει γίνει (είναι ή ήταν) πεπρωμένος, προκαθορισμένος, με αιτ. προσ. και απαρ., ἄμφω πέπρωται γαῖαν ἐρεῦσαι, είναι πεπρωμένο ότι μαζί θα κοκκινήσουν τη γη, σε Ομήρ. Ιλ.· τί γὰρ πέπρωται Ζηνὶ πλὴν ἀεὶ κρατεῖν; σε Αισχύλ.· ομοίως, πεπρωμένον ἐστί = πέπρωται, στον ίδ., Ξεν. 2. μτχ. ως επίθ., πεπρωμένος, , -ον, προορισμένος, καθορισμένος για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πρόσωπα, προορισμένος για κάποιο πράγμα, αἴσῃ, στο ίδ.· απόλ., προορισμένος, πεπρωμένος, σε Πίνδ.· πεπρωμένος βίος, ο φυσικός βίος κάποιου (όπως στα Λατ. το mors fatalisείναι ο φυσικός θάνατος), στον ίδ.· ομοίως στους Τραγ., Ξεν.· ἡ πεπρωμένη (ενν. μοῖρα), προκαθορισμένη μοίρα, Τύχη, Ειμαρμένη, σε Ηρόδ., Τραγ.
σπόρω, Δωρ. γεν. του σπόρος.