LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπ-εξαιρέω"
- ὑπ-εξαιρέω, μέλ. -ήσω, αόρ. βʹ -εξεῖλον, I. 1. παίρνω, αφαιρώ, μειώνω από κάτω, αἷμα ὑπεξαιρέω, αποστραγγίζω, απομυζώ το αίμα, σε Σοφ. 2. εξαφανίζω, σκοτώνω, βγάζω από τη μέση, καταστρέφω σταδιακά, σε Ευρ.· τοὐπίκλημ' ὑπεξελεῖν, αφού εξαλείψει, ξεφορτωθεί, απαλλαχτεί της κατηγορίας, σε Σοφ. — Παθ., σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. Μέσ., βγάζω κρυφά, παίρνω κρυφά για τον εαυτό μου, σφετερίζομαι, κλέβω, σε Ομήρ. Ιλ. 2. βάζω κατά μέρος, εξαιρώ, αποκλείω, σε Πλάτ., Δημ.

