LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπο-τίθημι"
- ὑπο-τίθημι, μέλ. -θήσω, αόρ. αʹ ὑπ-έθηκα· I. 1. βάζω, τοποθετώ από κάτω, τίτινι, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., θέτω, βάζω κάτω από τα πόδια μου, σε Ξεν. 2. τοποθετώ, θέτω από κάτω ως θεμέλιο ή αρχή, στον ίδ., σε Δημ. — Παθ., τοποθετούμαι ως βάση, τίθεμαι ως υπόθεση, σε Πλάτ. — Μέσ., δέχομαι, παίρνω ως αρχή, παίρνω ως δεδομένο, δέχομαι, θεωρώ, εκλαμβάνω, στον ίδ., σε Δημ.· με αιτ. και απαρ., θεωρώ ή υποθέτω ότι..., σε Πλάτ. II. 1. προτείνω κάτω από, παρουσιάζω, σε Λουκ.· μεταφ., προτείνω, εισηγούμαι, σε Ευρ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., υποδεικνύω, συμβουλεύω κάποιον κάτι, ὑποθέσθαι τινὶ βουλήν, σε Ομήρ. Ιλ.· ἔπος, ἔργον ὑποθέσθαι τινί, υποδεικνύω έναν λόγο, μία ενέργεια, σε κάποιον οποιονδήποτε, τον συμβουλεύω ή του συνιστώ επί τούτου, σε Όμηρ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. με δοτ. προσ. μόνο, ὑποθέσθαι τινί, συμβουλεύω, νουθετώ, παραινώ κάποιον, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ. κ.λπ.· με απαρ., συμβουλεύω, προτρέπω κάποιον να κάνει κάτι, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. προβάλλω, σκοπόν, ως σημάδι ή σκοπό, σε Αριστ. — Μέσ., προβάλλω στον εαυτό μου, σε Ισοκρ. III. 1. κατατίθεμαι ως παρακαταθήκη ή εγγύηση, βάζω ενέχυρο, ενεχυριάζω, υποθηκεύω, σε Ηρόδ., Αισχίν. κ.λπ.· σε Μέσ., λέγεται για υποθήκη, δανείζω χρήματα επί ενέχυρο, σε Δημ. 2. εκθέτω σε κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, σε Πλάτ.· ὑποθεὶς τὸν ἴδιον κίνδυνον, με δικό του ρίσκο, σε Δημ.

