Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπο-λαμβάνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπο-λαμβάνω, μέλ. -λήψομαι, αόρ. βʹ ὑπ-έλᾰβον· παρακ. -είληφα· I. 1. σηκώνω, μαζεύω, παίρνω βάζοντας τον εαυτό μου από κάτω, όπως έκανε το δελφίνι με τον Αρίωνα, σε Ηρόδ.: α) δέχεται στον κόρφο του, στην αγκάλη του, σε Κ.Δ. β) αντιμετωπίζω με τόλμη, αντέχω, υποστηρίζω, σε Ηρόδ. γ) παίρνω από το χέρι, σε Πλάτ. 2. καταλαμβάνω, κυριεύω ή επιπίπτω, επέρχομαι ξαφνικά, λέγεται για φόβο, τρόμο, σε Όμηρ.· λέγεται για κρίση, έκρηξη, ξέσπασμα μανίας, λέγεται για λοιμό, πανούκλα, σε Ηρόδ.· δυσχωρία ὑπελάμβανεν αὐτούς, δηλ. βρέθηκαν ξαφνικά σε δύσβατο τόπο, σε Ξεν.· έπειτα, χρησιμ. για γεγονότα, επακολουθώ, επέρχομαι, σε Ηρόδ. 3. α) παίρνω τον λόγο και απαντώ, αποκρίνομαι, ανταπαντώ, αντικρούω, αντιστρέφω επιχείρημα, ανταποδίδω ή επιστρέφω την προσβολή, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· απόλ., σε διάλογο, ἔφη ὑπολαβών, ὑπολαβὼν ἔφη, ὑπολαβὼν εἶπεν, είπε ως απάντηση, απαντώντας, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. β) παίρνω τον λόγο, διακόπτω, σε Ξεν. 4. αντιστρατεύομαι στον κατακτητή, μάχομαι εναντίον του, Λατ. excipere, σε Θουκ. 5. δέχομαι μία κατηγορία, στο ίδ. II. 1. = ὑποδέχομαι, παίρνω υπό την προστασία μου, σε Ξεν. 2. δέχομαι ή παραδέχομαι μία πρόταση, σε Ηρόδ., Δημ. III. 1. παραδέχομαι μια θεωρία ως αληθινή, νομίζω, υποθέτω, με απαρ., σε Ηρόδ., Πλάτ.· παραλειπομένου του απαρ., κατανοώ, αντιλαμβάνομαι κάτι κατά κάποιον τρόπο, σε Πλάτ.· καίπερ ὑπειληφὼς ταῦτα, αν και θεωρώ ότι αυτά έτσι έχουν, σε Δημ.Παθ., τοιοῦτος ὑπολαμβάνομαι, σε Ισοκρ. 2. κατανοώ, καταλαβαίνω κάτι, σε Ευρ., Πλάτ. 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι, αμφιβάλλω για, σε Ξεν. IV.1. παίρνω κρυφά, μυστικά, σε Θουκ. 2. σύρω έξω από το καθήκον, παρασύρω, στον ίδ. V. ὑπολαμβάνω ἵππον, ως όρος της ιππευτικής τέχνης, ανακόπτω πορεία, συγκρατώ ή αναχαιτίζω άλογο, σε Ξεν.