LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὑπορ-ρέω"
- ὑπορ-ρέω, μέλ. -ρυήσομαι, I. 1. ρέω κάτω από ή από κάτω, σε Πλούτ. 2. ξεχύνομαι σταδιακά, στον ίδ.· μεταφ., συρρέω σταδιακά σ' ένα μέρος, σε Λουκ. II. 1. μεταφ., επίσης, γλιστρώ ή παρεισφρύω, εισέρχομαι απαρατήρητος, Λατ. subrepere, σε Πλάτ., Δημ. 2. παρέρχομαι, λέγεται για χρόνο, σε Αριστοφ.· λέγεται για άνθη, λουλούδια, φθείρομαι, μαραίνομαι, σε Θεόκρ.· χρησιμ. για μαλλιά, πέφτω, μειώνομαι, λιγοστεύω, σε Λουκ.· λέγεται για φίλους, καταφεύγω, προσφεύγω σε κάποιον, στον ίδ.

