LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὄψις"
- ὄψις, ἡ, γεν. -έως, Ιων. -ιος· (από √ΟΠ, ρίζα του ὄψομαι)· I. 1. το εξωτερικό μέρος, η εμφάνιση ή μέρος που φαίνεται από ένα πρόσωπο ή πράγμα, Λατ. species oris, aspectus, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως, σε Θουκ.· αιτ. απόλ., κατά την εμφάνιση, ως προς την εμφάνιση, σε Πίνδ., Αττ. 2. έκφραση, πρόσωπο, σε Ευρ. κ.λπ. 3. = θέαμα, άποψη, θέαμα, θέα, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ἄλλην ὄψιν οἰκοδομημάτων, άλλες αρχιτεκτονικές απόψεις, σε Ηρόδ.· τῇ ὄψει, απ' ό,τι είδαν, σε αντίθ. προς το τῇ γνώμῃ, σε Θουκ. 4. όραμα, φάσμα, σε Ηρόδ., Τραγ. II. 1. η ικανότητα της όρασης, όραση, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.· στον πληθ., τα όργανα της όρασης, μάτια, σε Σοφ., Ξεν. 2. θέα, άποψη, οπτικό πεδίο, Λατ. conspectus, ἀπικέσθαι ἐς ὄψιν τινί, εισέρχομαι στο οπτικό πεδίο κάποιου, δηλ. ενώπιόν του, σε Ηρόδ.· εἰς ὄψιν τινὸς ή τινὶ ἥκειν, μολεῖν, ἐλθεῖν, περᾶν, σε Αισχύλ., Ευρ.

