Αποτελέσματα για: "ὀψέ"
Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
-
ὀψέ, επίρρ., 1. μετά από μακρό χρονικό διάστημα, αργά, Λατ. sero, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀψὲ διδάσκεσθαι ή μανθάνειν, μαθαίνω με αργούς ρυθμούς, μαθαίνω παράκαιρα, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. αργά κατά τη διάρκεια της ημέρας, το απόγευμα, σε αντίθ. προς το πρωί, σε Όμηρ., Θουκ. κ.λπ.· ὀψὲ ἦν, ὀψὲ ἐγίγνετο, ήταν αργά, γινόταν προχωρημένη η ώρα, σε Ξεν.· ομοίως, ἐς ὀψέ, σε Θουκ. 3. με γεν. ὀψὲ τῆς ἡμέρας, αργά, κατά τη διάρκεια της μέρας, όπως το serum dieiτου Λίβιου, στον ίδ.· ομοίως, τῆς ὥρας ἐγίγνετο ὀψέ, σε Δημ.· ὀψὲ τῆς ἡλικίας, σε προχωρημένη ηλικία, σε Λουκ.
-
ὀψείω (ὄψομαι), εφετικό του ὁράω, επιθυμώ να δω κάτι, με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
-
ὄψεσθαι, απαρ. μέλ. του ὁράω.