LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ὀδύνη[ῠ]"
- ὀδύνη[ῠ], ἡ, 1. σωματικός πόνος, άλγος, Λατ. dolor, σε Όμηρ., Αττ. 2. ψυχικός πόνος, λύπη, θλίψη, σε Όμηρ. κ.λπ.· ὀδύνη τινός, λύπη, καημός γι' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ.

